- βίσεκτος
- βίσεκτος και βίσεξτος, -ον (AM)ο δίσεκτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bisextus «δίσεκτος» (ενν. annus)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Griego medieval — Hablado en Grecia Turquía … Wikipedia Español
δίσεκτος — και δίσεχτος, η, ο (Μ δίσεκτος και βίσεκτος, ον) 1. έτος, χρόνος με 366 ημέρες, δηλ. που είχε δις την έκτη μέρα πριν από τις καλένδες τού Μαρτίου 2. δυσοίωνος χρόνος, με απρόβλεπτες συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) + έκτος] … Dictionary of Greek